- Πάγασος
- Πᾱγᾰσος a winged horse, child of the Gorgon, given to Bellerophon.1
τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος Πάγασον O. 13.64
ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν Βελλεροφόνταν I. 7.44
Cf. fr. 317.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος Πάγασον O. 13.64
ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν Βελλεροφόνταν I. 7.44
Cf. fr. 317.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Παγασός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάγασος — Πά̱γασος , Πήγασος Pro Quinct. masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παγασῶν — Πάγασαι fem gen pl Παγασαί fem gen pl Παγασός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)